Δαφνί, το, πλ. Δαφνίου κ. Δαφνιού, του, ουσ., περιοχή του δήμου Χαϊδαρίου, όπου βρίσκεται το Δρομοκαΐτιο Ψυχιατρείο και, κατ’ επέκταση, το τρελοκομείο·
- είναι για το Δαφνί, είναι τόσο τρελός που πρέπει να τον πάνε στο ψυχιατρείο: «όταν τον πιάνουν οι κρίσεις, είναι για το Δαφνί». Συνών. είναι για το Λεμπέτι·
- τον έστειλε στο Δαφνί, τον τρέλανε: «είναι τόσο γκρινιάρα γυναίκα, που στο τέλος τον έστειλε στο Δαφνί». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα να δω μ’ εσένανε, τι προκοπή θα κάνω. Φαίνεται έφτασ’ η στιγμή, ή να με στείλεις στο Δαφνί ή στον παπά για γάμο!). Συνών. τον έστειλε στο Λεμπέτι.